ἐξευτελίσει

ἐξευτελίσει
ἐξευτελίζω
reduce
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξευτελίζω
reduce
fut ind mid 2nd sg
ἐξευτελίζω
reduce
fut ind act 3rd sg
ἐξευτελίζω
reduce
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξευτελίζω
reduce
fut ind mid 2nd sg
ἐξευτελίζω
reduce
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπηλακιστικός — ή, ό / προπηλακιστικός, ή, όν, ΝΑ [προπηλακιστής] (για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός 2. (για πράγμ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • Μανιάκης, Γεώργιος — (11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε την περίοδο της παρακμής της Μακεδονικής δυναστείας, θεωρούμενος ως ένας από τους τελευταίους σημαντικούς στρατιωτικούς. Οι πρώτες επιχειρήσεις του Μ. διεξήχθησαν στη Συρία, με αλλεπάλληλες νίκες οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”